-
1 καινουργούμενα
καινουργέωmake new: pres part mp neut nom /voc /acc pl (attic epic doric) -
2 καινουργέω
2 begin something new, τι Hp.VM21; τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? E.IA2 (anap.); κ. λόγον speak new, strange words, ib. 838; coin, : abs.,ἐπὶ τὸ κ. φέρου Antiph.29
: usu. in bad sense, make innovations,περί τι X.HG6.2.16
, cf. D.H.11.21:—[voice] Pass., τὰ καινουργούμενα all attempts at alteration, Arist.Mu. 398a35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινουργέω
См. также в других словарях:
καινουργούμενα — καινουργέω make new pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek